Greek Meaning of ply (with)

με (με)

Other Greek words related to με (με)

Definitions and Meaning of ply (with) in English

ply (with)

to offer or give (something) to (someone) repeatedly or constantly

FAQs About the word ply (with)

με (με)

to offer or give (something) to (someone) repeatedly or constantly

διοικώ,εκχωρώ,Μοιράστε,διανέμω,διανέμω,διανέμω,(διανέμω),μερίδα,διανέμω,παραδίδω

κρατάω,διατηρημένα,συντηρώ,διατηρώ,διατηρώ,αποθήκευση,διατηρώ,Συνεχίζω,εφεδρεία,παρακράτηση

plutocrats => Πλουτοκράτες, plusses => πλεονεκτήματα, plushness => απαλότητα, plushly => πολυτελές, plushiness => απαλότητα,