Greek Meaning of perdure
διαρκεί
Other Greek words related to διαρκεί
Nearest Words of perdure
Definitions and Meaning of perdure in English
perdure (v. i.)
To last or endure for a long time; to be perdurable or lasting.
FAQs About the word perdure
διαρκεί
To last or endure for a long time; to be perdurable or lasting.
συνεχίζω,τελευταίο,μένω,κατοικώ,υπομένω,κράτα γερά,καθυστερώ,τρέχω,μένω,επιβιώνω
σταματάω,κοντά,Συμπεραίνουμε,(πεθάνω),διακόπτω,τέλος,λήγει,τέλος,περάσει,παραιτούμαι
perduration => Περίοδος διάρκειας, perdurance => εμμονή, perdurable => διαρκής, perdurability => αντοχή, perdulous => κρεμασμένος,