FAQs About the word paraphraser

παραφραστής

One who paraphrases.

μετάφραση,μετάφραση,Αναδιατύπωση,αναδιατύπωση,αναδιατύπωση,περίληψη,Ανακεφαλαίωση,Ανακεφαλαίωση,επανάληψη,επανάληψη

Αντίγραφο,εισαγωγικά,παράθεση,μεταγραφή,μεταγραφή

paraphrased => παραφρασμένο, paraphrase => Παράφραση, paraphragmata => Παραφράγματα, paraphosphoric => παραφωσφορικός, paraphing => υπογραφή,