Greek Meaning of overvalue
υπερεκτιμώ
Other Greek words related to υπερεκτιμώ
Nearest Words of overvalue
Definitions and Meaning of overvalue in English
overvalue (v)
assign too high a value to
overvalue (v. t.)
To value excessively; to rate at too high a price.
To exceed in value.
FAQs About the word overvalue
υπερεκτιμώ
assign too high a value toTo value excessively; to rate at too high a price., To exceed in value.
εκτιμώ,Υπερεκτιμώ,υπερεκτίμηση,Αξία,θαυμάζω,Σεβασμός,σεβασμός,εκτιμώ,εκτίμηση,βραβείο
ελαχιστοποιώ,υποτιμώ,υποεκτιμώ,υποτιμώ,υποτιμώ,καταγγέλλω,υποτιμώ,καταφρονώ,μειώνω,υποβαθμίζω
overvaluation => υπερεκτίμηση, overvaliant => τολμηρός, overvail => αποκαλύπτω, overutilization => Υπερεκμετάλλευση, overutilisation => υπερβολική χρήση,