FAQs About the word overvote

Πλεονασματική Ψήφος

To outvote; to outnumber in votes given.

No synonyms found.

No antonyms found.

overview => Επισκόπηση, overveil => εμπιστεύομαι, overvaluing => υπερεκτίμηση, overvalued => υπερτιμημένος, overvalue => υπερεκτιμώ,