Greek Meaning of on the spot
επί τόπου
Other Greek words related to επί τόπου
- άμεσα
- αμέσως
- αμέσως
- τώρα
- αμέσως
- δεξιά
- αμέσως
- μακριά
- αμέσως
- με κεφάλι κάτω
- Στιγμιαία
- άμεσα
- αυτή τη στιγμή
- γρήγορα
- αμέσως
- σύντομα
- σύντομα
- αμέσως
- αμέσως
- αμέσως
- ξαφνικά
- αμέσως
- αμέσως
- αμέσως
- αυτή τη στιγμή
- αμέσως
- απότομα
- ανώνυμος
- γρήγορα
- μπανγκ
- γρήγορα
- ακριβώς
- γρήγορος
- ελεύθερα
- βιαστικά
- αμέσως
- άμεσα
- στιγμιαία
- κατακόρυφος
- σύντομα
- γρήγορος
- γρήγορα
- εύκολα
- γρήγορα
- γρήγορος
- Γρήγορα
- απροσδόκητα
- PDQ
Nearest Words of on the spot
- on the sly => κρυφά
- on the side => στο πλάι
- on the road => στο δρόμο
- on the qui vive => σε εγρήγορση
- on the qt => κρυφά
- on the q.t. => στ' αραχνιασμένα πατώματα
- on the other hand => Από την άλλη πλευρά
- on the one hand => από τη μία πλευρά
- on the offensive => στην επίθεση
- on the nose => υπερβολικά προφανές
Definitions and Meaning of on the spot in English
on the spot (r)
without delay or immediately
in a difficult situation
at the place in question; there
on the spot (s)
at the scene of action
FAQs About the word on the spot
επί τόπου
without delay or immediately, in a difficult situation, at the place in question; there, at the scene of action
άμεσα,αμέσως,αμέσως,τώρα,αμέσως,δεξιά,αμέσως,μακριά,αμέσως,με κεφάλι κάτω
αργά,αργά,αργά
on the sly => κρυφά, on the side => στο πλάι, on the road => στο δρόμο, on the qui vive => σε εγρήγορση, on the qt => κρυφά,