Greek Meaning of nonemployment

ανεργία

Other Greek words related to ανεργία

Definitions and Meaning of nonemployment in English

nonemployment

a state of not being employed

FAQs About the word nonemployment

ανεργία

a state of not being employed

ανεργία,μπότα,απόλυση,απόλυση,ανεργία,αφαίρεση,αποζημίωση απόλυσης,ανάρτηση,Υποβάθμιση,εκφόρτιση

Απασχόληση,ραντεβού,Εργασία,προσλαμβάνω,αρραβώνας,στρατολόγηση,προσλαμβάνω,πρόσληψη,στρατολόγηση,Θητεία

nonempirical => Μη εμπειρικό, noneducational => μη εκπαιδευτικός, nonedible => μη βρώσιμο, nonecclesiastical => μη εκκλησιαστικός, nondrivers => Μη οδηγοί,