Greek Meaning of morn
πρωί
Other Greek words related to πρωί
Nearest Words of morn
- mormons => Μορμόνοι
- mormonite => μόρμονας
- mormonism => Μορμονισμός
- mormondom => Ο κόσμος των Μορμόνων
- mormon tabernacle => Ο ναός των Μορμόνων
- mormon state => Πολιτεία των Μορμόνων
- mormon cricket => Τζιτζίκι των Μορμόνων
- mormon church => Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών
- mormon => Μορμόνος
- mormo => Μόρμο
Definitions and Meaning of morn in English
morn (n)
the time period between dawn and noon
morn (n.)
The first part of the day; the morning; -- used chiefly in poetry.
FAQs About the word morn
πρωί
the time period between dawn and noonThe first part of the day; the morning; -- used chiefly in poetry.
Αυγή,αυγή,ημέρα,πρωί,ανατολή του ηλίου,Βόρειο σέλας,αυγή,ηλιοφάνεια,φως,Ήλιος
απόγευμα,σκοτεινός, -ή, -ό,μεσάνυχτα,νύχτα,σούρουπο,ηλιοβασίλεμα,ηλιοβασίλεμα,σκοτάδι,λυκόφως,βραδιά
mormons => Μορμόνοι, mormonite => μόρμονας, mormonism => Μορμονισμός, mormondom => Ο κόσμος των Μορμόνων, mormon tabernacle => Ο ναός των Μορμόνων,