Greek Meaning of molest
molest
Other Greek words related to molest
- Κακοποίηση
- εκφοβιστής
- Παρακώλυση
- βλάβη
- Κακομεταχείριση
- τραυματίζω
- κακομεταχειρίζομαι
- κακομεταχειρίζομαι
- κακοποιώ
- καταπιέζω
- Εξοργισμός
- διώκω
- μαρτύριο
- πόνος
- κακοποίηση
- ανακατεύω
- κακομεταχείριση
- κατάχρηση
- Βασανιστήρια
- εκμεταλλεύομαι
- λάθος
- ξυλοκοπημένος<p>
- καίω
- κλοτσάνε
- τραχύς (πάνω)
- Σάκος άμμου
- εργασία (πάρα πολύ)
Nearest Words of molest
Definitions and Meaning of molest in English
molest (v)
harass or assault sexually; make indecent advances to
annoy continually or chronically
molest (v. t.)
To trouble; to disturb; to render uneasy; to interfere with; to vex.
molest (n.)
Molestation.
FAQs About the word molest
Definition not available
harass or assault sexually; make indecent advances to, annoy continually or chronicallyTo trouble; to disturb; to render uneasy; to interfere with; to vex., Mol
Κακοποίηση,εκφοβιστής,Παρακώλυση,βλάβη,Κακομεταχείριση,τραυματίζω,κακομεταχειρίζομαι,κακομεταχειρίζομαι,κακοποιώ,καταπιέζω
μωρό,φροντίδα,εκτιμώ,αναθρέφω,θρέφω,ικανοποιώ,χάρη,ικανοποιώ,χιούμορ,κακομαθαίνω
moleskin => μουσαμάς, molendinarious => μυλαίος, molendinaceous => μύλος, molehill => Σωρός χώματος, mole-eyed => Τυφλός σαν τυφλοπόντικας,