Greek Meaning of ministries
υπουργεία
Other Greek words related to υπουργεία
- οργανισμοί
- πράκτορες
- παράγοντες
- όργανα
- όργανα
- σημαίνει
- μέσα ενημέρωσης
- όργανα
- οχήματα
- Κίνητρα
- συστατικά
- μηχανές
- μηχανισμοί
- εξουσίες
- εργαλεία
- ενεργοποιητές
- Animatori
- καταλύτες
- αιτίες
- ορίζουσες
- οδηγοί
- εκτελεστές
- προσχήματα
- Γεννήτριες
- ερεθίσματα
- επιρροές
- εμπνεύσεις
- υποκινητές
- Εκτοξευτήρες
- μέσα ενημέρωσης
- μεταφορείς
- περιπτώσεις
- λόγοι
- Ερεθίσματα
- Υποπρακτορείες
- Πρακτορεία
Nearest Words of ministries
Definitions and Meaning of ministries in English
ministries
the office, duties, or functions of a minister, the building in which the business of a ministry is transacted, ministration, the body of ministers governing a nation or state from which a smaller cabinet (see cabinet entry 1 sense 3b) is sometimes selected, a government department presided over by a minister, the group of ministers constituting a cabinet, the office, duties, or work of a minister, the body of ministers governing a nation or state, a person or thing through which something is accomplished, the building in which a ministry is housed, the action of ministering, the period of service or office of a minister or ministry, the body of ministers of religion, a government department headed by a minister
FAQs About the word ministries
υπουργεία
the office, duties, or functions of a minister, the building in which the business of a ministry is transacted, ministration, the body of ministers governing a
οργανισμοί,πράκτορες,παράγοντες,όργανα,όργανα,σημαίνει,μέσα ενημέρωσης,όργανα,οχήματα,Κίνητρα
λαοί
ministers => υπουργοί, ministering (to) => λειτουργούν, ministered (to) => διακόνησε [ðiakónise], minister (to) => υπουργός (για), ministates => Μικροκράτη,