Greek Meaning of ministered
υπηρέτησε
Other Greek words related to υπηρέτησε
Nearest Words of ministered
Definitions and Meaning of ministered in English
ministered (imp. & p. p.)
of Minister
FAQs About the word ministered
υπηρέτησε
of Minister
Χορηγεί (σε),μητέρα,νοσοκόμα,βλέπω,θεραπεία,βοήθεια,φροντίδα,ικανοποιώ,κάνω για,θεραπεύω
βούρτσισμα (προς τα πλάγια ή προς τα έξω),ξεχάσω,αμέλεια,ελαφρύ,παραβλέπω
minister plenipotentiary => Υπουργός Πληρεξούσιος, minister of religion => υπουργός θρησκευμάτων, minister of finance => υπουργός Οικονομικών, minister => υπουργός, miniskirt => μίνι φούστα,