FAQs About the word milksop

γατόνι

a timid man or boy considered childish or unassertiveA piece of bread sopped in milk; figuratively, an effeminate or weak-minded person.

μαλακός,Αδύναμος,Δειλός,μαλάκας,μαμόθρεφτο,μαλακός,κουτοπόνηρος

Ηλεκτροπαραγωγός σταθμός

milk-sick => αλευκία, milkshake => Μιλκσέικ, milkmen => γαλατάς, γαλατάδες, milkman => γαλατάς, milkmaid => Αγελάδα,