Greek Meaning of mewl

νιαούρισμα

Other Greek words related to νιαούρισμα

Definitions and Meaning of mewl in English

Wordnet

mewl (v)

cry weakly or softly

Webster

mewl (v. i.)

To cry, as a young child; to squall.

FAQs About the word mewl

νιαούρισμα

cry weakly or softlyTo cry, as a young child; to squall.

κλάμα,γκρίνια,μπεε,στεναγμός,σφυγμός,μυγγοκόπτω,λυγμός,κλαίω,γκρινιάζω,ουρλιάζω

ουρλιαχτό,κραυγή,κραυγή,κραυγή,μπόρα,τσίριγμα,ολοφύρομαι,κλήση,βρυχηθμός,νιαούρισμα

mewing => νιαούρισμα, mewed => νιαούρισε, mew gull => Γλάρος, mew => νιαούρισμα, meve => χυμός,