Greek Meaning of matrimonially
συζυγικά
Other Greek words related to συζυγικά
Nearest Words of matrimonially
- matrimonial law => Οικογενειακό Δίκαιο
- matrimonial => γαμήλιος
- matrimoine => ματρώνιο
- matrilinear => μητρογραμμικός
- matrilineally => μητριαρχικά
- matrilineal sib => Μητρικό αδέρφι
- matrilineal kin => συγγενείς από τη μητρική γραμμή
- matrilineal => μητριαρχικό
- matrilineage => μητριαρχία
- matrikin => ματρικίνη
Definitions and Meaning of matrimonially in English
matrimonially (adv.)
In a matrimonial manner.
FAQs About the word matrimonially
συζυγικά
In a matrimonial manner.
συζυγικός,παντρεμένος,συζυγικός,συζυγικός,παντρεμένος,γαμήλιος,νυφικός,αρραβωνιασμένος,ταιριαστό,προγαμιαίος
εξώγαμος
matrimonial law => Οικογενειακό Δίκαιο, matrimonial => γαμήλιος, matrimoine => ματρώνιο, matrilinear => μητρογραμμικός, matrilineally => μητριαρχικά,