FAQs About the word matrimonially

συζυγικά

In a matrimonial manner.

συζυγικός,παντρεμένος,συζυγικός,συζυγικός,παντρεμένος,γαμήλιος,νυφικός,αρραβωνιασμένος,ταιριαστό,προγαμιαίος

εξώγαμος

matrimonial law => Οικογενειακό Δίκαιο, matrimonial => γαμήλιος, matrimoine => ματρώνιο, matrilinear => μητρογραμμικός, matrilineally => μητριαρχικά,