Greek Meaning of marksmanship
σκοποβολή
Other Greek words related to σκοποβολή
Nearest Words of marksmanship
Definitions and Meaning of marksmanship in English
marksmanship (n)
skill in shooting
marksmanship (n.)
Skill of a marksman.
FAQs About the word marksmanship
σκοποβολή
skill in shootingSkill of a marksman.
σκοπευτής εκλεκτός,Σκοπευτής,Πυροβολητής,Σκοπευτής,ελεύθερος σκοπευτής,ένοπλος,Σκοπευτής,σκοπευτής παγίδας
No antonyms found.
marksman => σκοπευτής, marks => βαθμοί, markovian => Μαρκοβιανή, markova => Μάρκοβα, markov process => Διεργασία Μάρκοφ,