FAQs About the word markswoman

Σκοπευτής

a woman skilled in shooting at a mark or target

σκοπευτής,ένοπλος,Πυροβολητής,σκοπευτής εκλεκτός,Σκοπευτής,ελεύθερος σκοπευτής,Σκοπευτής,σκοπευτής παγίδας

No antonyms found.

marks (off) => Σημάδια (απενεργοποιημένα), marking up => Σήμανση, marking time => χάνουμε την ώρα μας, marking down => σήμανση, marking (off) => σήμανση (αποσβεσμένη),