Greek Meaning of markswoman
Σκοπευτής
Other Greek words related to Σκοπευτής
Nearest Words of markswoman
Definitions and Meaning of markswoman in English
markswoman
a woman skilled in shooting at a mark or target
FAQs About the word markswoman
Σκοπευτής
a woman skilled in shooting at a mark or target
σκοπευτής,ένοπλος,Πυροβολητής,σκοπευτής εκλεκτός,Σκοπευτής,ελεύθερος σκοπευτής,Σκοπευτής,σκοπευτής παγίδας
No antonyms found.
marks (off) => Σημάδια (απενεργοποιημένα), marking up => Σήμανση, marking time => χάνουμε την ώρα μας, marking down => σήμανση, marking (off) => σήμανση (αποσβεσμένη),