Greek Meaning of lymphocytic choriomeningitis virus
Ιός λεμφοκυτταρικής χοριομηνιγγίτιδας
Other Greek words related to Ιός λεμφοκυτταρικής χοριομηνιγγίτιδας
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of lymphocytic choriomeningitis virus
- lymphocytic choriomeningitis => Λεμφοκυτταρική χοριομηνιγγίτιδα
- lymphocytic => λεμφοκυτταρικός
- lymphocyte => Λεμφοκύτταρο
- lymphoblast-like => Λεμφοβλαστοειδής
- lymphoblastic leukemia => Οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία
- lymphoblast => λεμφοβλάστης
- lymphitis => λεμφαγγίτιδα
- lymphedema => λεμφοίδημα
- lymphatic vessel => Λεμφικό αγγείο
- lymphatic tissue => Λεμφικός ιστός
- lymphocytic leukemia => λεμφοκυτταρική λευχαιμία
- lymphocytopenia => λεμφοκυτταροπενία
- lymphocytosis => λεμφοκυττάρωση
- lymphogenic => λεμφογόνος
- lymphogranuloma => Λεμφο κοκκίωμα
- lymphogranuloma venereum => Λυμφοκοκκιωματίδες
- lymphography => λεμφογραφία
- lymphoid tissue => Λεμφικός ιστός
- lymphokine => λεμφοκίνη
- lymphoma => λέμφωμα
Definitions and Meaning of lymphocytic choriomeningitis virus in English
lymphocytic choriomeningitis virus (n)
the RNA virus that causes lymphocytic choriomeningitis; infects mice and monkeys and dogs and guinea pigs and human beings
FAQs About the word lymphocytic choriomeningitis virus
Ιός λεμφοκυτταρικής χοριομηνιγγίτιδας
the RNA virus that causes lymphocytic choriomeningitis; infects mice and monkeys and dogs and guinea pigs and human beings
No synonyms found.
No antonyms found.
lymphocytic choriomeningitis => Λεμφοκυτταρική χοριομηνιγγίτιδα, lymphocytic => λεμφοκυτταρικός, lymphocyte => Λεμφοκύτταρο, lymphoblast-like => Λεμφοβλαστοειδής, lymphoblastic leukemia => Οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία,