Greek Meaning of lymphocyte
Λεμφοκύτταρο
Other Greek words related to Λεμφοκύτταρο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of lymphocyte
- lymphoblast-like => Λεμφοβλαστοειδής
- lymphoblastic leukemia => Οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία
- lymphoblast => λεμφοβλάστης
- lymphitis => λεμφαγγίτιδα
- lymphedema => λεμφοίδημα
- lymphatic vessel => Λεμφικό αγγείο
- lymphatic tissue => Λεμφικός ιστός
- lymphatic system => Λεμφικό σύστημα
- lymphatic => λεμφικός
- lymphated => λεμφικός
- lymphocytic => λεμφοκυτταρικός
- lymphocytic choriomeningitis => Λεμφοκυτταρική χοριομηνιγγίτιδα
- lymphocytic choriomeningitis virus => Ιός λεμφοκυτταρικής χοριομηνιγγίτιδας
- lymphocytic leukemia => λεμφοκυτταρική λευχαιμία
- lymphocytopenia => λεμφοκυτταροπενία
- lymphocytosis => λεμφοκυττάρωση
- lymphogenic => λεμφογόνος
- lymphogranuloma => Λεμφο κοκκίωμα
- lymphogranuloma venereum => Λυμφοκοκκιωματίδες
- lymphography => λεμφογραφία
Definitions and Meaning of lymphocyte in English
lymphocyte (n)
an agranulocytic leukocyte that normally makes up a quarter of the white blood cell count but increases in the presence of infection
FAQs About the word lymphocyte
Λεμφοκύτταρο
an agranulocytic leukocyte that normally makes up a quarter of the white blood cell count but increases in the presence of infection
No synonyms found.
No antonyms found.
lymphoblast-like => Λεμφοβλαστοειδής, lymphoblastic leukemia => Οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία, lymphoblast => λεμφοβλάστης, lymphitis => λεμφαγγίτιδα, lymphedema => λεμφοίδημα,