Greek Meaning of lymphedema
λεμφοίδημα
Other Greek words related to λεμφοίδημα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of lymphedema
- lymphatic vessel => Λεμφικό αγγείο
- lymphatic tissue => Λεμφικός ιστός
- lymphatic system => Λεμφικό σύστημα
- lymphatic => λεμφικός
- lymphated => λεμφικός
- lymphate => λεμφικός
- lymphangitis => λεμφαγγίτιδα
- lymphangioma => Λεμφαγγείωμα
- lymphangiography => λεμφαγγειογραφία
- lymphangiogram => Λεμφαγγειογράφημα
- lymphitis => λεμφαγγίτιδα
- lymphoblast => λεμφοβλάστης
- lymphoblastic leukemia => Οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία
- lymphoblast-like => Λεμφοβλαστοειδής
- lymphocyte => Λεμφοκύτταρο
- lymphocytic => λεμφοκυτταρικός
- lymphocytic choriomeningitis => Λεμφοκυτταρική χοριομηνιγγίτιδα
- lymphocytic choriomeningitis virus => Ιός λεμφοκυτταρικής χοριομηνιγγίτιδας
- lymphocytic leukemia => λεμφοκυτταρική λευχαιμία
- lymphocytopenia => λεμφοκυτταροπενία
Definitions and Meaning of lymphedema in English
lymphedema (n)
swelling (usually in the legs) caused by lymph accumulating in the tissues in the affected areas
FAQs About the word lymphedema
λεμφοίδημα
swelling (usually in the legs) caused by lymph accumulating in the tissues in the affected areas
No synonyms found.
No antonyms found.
lymphatic vessel => Λεμφικό αγγείο, lymphatic tissue => Λεμφικός ιστός, lymphatic system => Λεμφικό σύστημα, lymphatic => λεμφικός, lymphated => λεμφικός,