Greek Meaning of loreal
L'Oréal
Other Greek words related to L'Oréal
Nearest Words of loreal
- lore => Γνώση
- lordship => κυριότητα
- lords-and-ladies => Καλλα
- lords temporal => Άρχοντες του κόσμου
- lord's table => τράπεζα τοῦ κυρίου
- lord's supper => Θεία Κοινωνία
- lords spiritual => Πνευματικοί άρχοντες
- lord's resistance army => Στρατός αντίστασης του Κυρίου
- lord's prayer => Πάτερ ημών
- lord's day => Κυριακή
Definitions and Meaning of loreal in English
loreal (a.)
Alt. of Loral
FAQs About the word loreal
L'Oréal
Alt. of Loral
Γνώση,Επιστήμη,εξειδίκευση,γεγονότα,πληροφορίες,σοφία,Γνώριμος,συνείδηση,δεδομένα,ναρκωτικό
Άγνοια,απειρία,αθωότητα,έλλειψη εξοικείωσης,Άγνοια
lore => Γνώση, lordship => κυριότητα, lords-and-ladies => Καλλα, lords temporal => Άρχοντες του κόσμου, lord's table => τράπεζα τοῦ κυρίου,