Greek Meaning of liberalist
Φιλελεύθερος
Other Greek words related to Φιλελεύθερος
Nearest Words of liberalist
- liberalism => Φιλελευθερισμός
- liberalise => Εκσυγχρονίζω
- liberalisation => απελευθέρωση
- liberal party => Φιλελεύθερο Κόμμα
- liberal democrat party => Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα
- liberal arts => Ελευθέριες τέχνες
- liberal => φιλελεύθερος
- liber => Liber
- libelous => δυσφημιστικός
- libelluloid => Λιβελλουλοειδές
Definitions and Meaning of liberalist in English
liberalist (n)
a person who favors a political philosophy of progress and reform and the protection of civil liberties
liberalist (n.)
A liberal.
FAQs About the word liberalist
Φιλελεύθερος
a person who favors a political philosophy of progress and reform and the protection of civil libertiesA liberal.
Αριστερά,Αριστερός,Αριστερισμός,Σοσιαλισμός,Νεοφιλελευθερισμός,ριζοσπαστισμός
συντηρητισμός,δεξιά,αντιφιλελευθερισμός,ακινησία,νεοσυντηρητισμός
liberalism => Φιλελευθερισμός, liberalise => Εκσυγχρονίζω, liberalisation => απελευθέρωση, liberal party => Φιλελεύθερο Κόμμα, liberal democrat party => Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα,