Greek Meaning of larruping
λαρουπίνγκ
Other Greek words related to λαρουπίνγκ
Nearest Words of larruping
Definitions and Meaning of larruping in English
larruping (p. pr. & vb. n.)
of Larrup
FAQs About the word larruping
λαρουπίνγκ
of Larrup
άχρηστος,βαρύς,αδέξιος,κουτσός,ανακάτεμα,ασταθής,Τρεμάμενος,τρεμάμενος,Καλπάζοντας,άκαμπτος
συντονισμένος,χαριτωμένος,φως,ελαφροπόδαρος,εύπλαστος,ευλύγιστος,ευλύγιστος,εύστροφος,ελαφροπόδαρος,σκοτεινός
larruped => χτύπησε, larrup => χαστούκι, larrikin => Παρατήρας, larrea tridentata => Larrea tridentata, larrea => Λαρρέα,