Greek Meaning of intender
Σκοπεύω
Other Greek words related to Σκοπεύω
- στόχος
- αναλογίζομαι
- πηγαίνω
- ελπίδα
- μέση τιμή
- σχέδιο
- προσπαθώ
- πόθος
- επιτρέψω
- φιλοδοξώ
- Προσπάθεια
- υπολογίζω
- εξετάζω
- σχεδιασμός
- κοίτα
- διαλογίζομαι
- προτείνω
- σκοπός
- σκοπός
- επιτυγχάνω
- επιτύγχανω
- συζήτηση
- όνειρο
- αποτέλεσμα
- προσπάθεια, προσπάθεια
- εκτέλεση
- σχήμα σε
- σκέφτομαι
- εκτελώ
- πλοκή
- στοχάζομαι
- σχέδιο
- προσπαθώ
- Αγώνας
Nearest Words of intender
Definitions and Meaning of intender in English
intender (n.)
One who intends.
FAQs About the word intender
Σκοπεύω
One who intends.
στόχος,αναλογίζομαι,πηγαίνω,ελπίδα,μέση τιμή,σχέδιο,προσπαθώ,πόθος,επιτρέψω,φιλοδοξώ
No antonyms found.
intendent => επιτετραμμένος, intendedly => εσκεμμένα, intended => σκοπούμενος, intendant => Διαχειριστής, intendancies => Πρόθεσεις,