Greek Meaning of innumerous
αναρίθμητα
Other Greek words related to αναρίθμητα
Nearest Words of innumerous
Definitions and Meaning of innumerous in English
innumerous (s)
too numerous to be counted
innumerous (a.)
Innumerable.
FAQs About the word innumerous
αναρίθμητα
too numerous to be countedInnumerable.
αναρίθμητοι,αναρίθμητα,πολλά,αμέτρητος,αμέτρητος,πολυάριθμοι,ανάριθμος,αριθμημένη,ανείπωτη,αμέτρητος
Αριθμήσιμος,απαριθμήσιμος,πεπερασμένος,περιορισμένος,αριθμήσιμος
innumerate => αγράμματος, innumerableness => αναρίθμητος, innumerable => αναρίθμητα, innumerability => αναρίθμηση, innuit => Ίνουιτ,