Greek Meaning of indigenously
ιθαγενής
Other Greek words related to ιθαγενής
Nearest Words of indigenously
Definitions and Meaning of indigenously in English
indigenously (r)
in an indigenous manner
FAQs About the word indigenously
ιθαγενής
in an indigenous manner
ιθαγενής,Γηγενής,αυτόχθον,Εσωτερικός,ενδημικός,Τοπικός,γεννημένος,πρωτότυπο,περιφερειακός
εξωγήινος,Εξωτικός,ξένος,εισήχθη,μη αυτόχθον,μη ντόπιο,ομογενής,μετανάστης,εισαγόμενος,περίεργο
indigenous language => Γηγενής γλώσσα, indigenous => Αυτοχθόνας, indigene => Αυτοχθονικός, indigency => φτώχεια, indigence => φτώχεια,