Greek Meaning of indictor

κατήγορος

Other Greek words related to κατήγορος

Definitions and Meaning of indictor in English

Webster

indictor (n.)

One who indicts.

FAQs About the word indictor

κατήγορος

One who indicts.

κατηγορώ,διώκω,ενοχή,χρέωση,ενοχοποιώ,επικρίνω,συκοφαντώ,καθαιρώ,ενοχοποιώ,μηνύω

απαλλάσσω,απαλλάσσω,συνήγορος,σαφής,Αμύνω,απαλλάσσω,απαλλάσσειν,δικαιολογώ,δικαιώνω,δικαιολογία

indictment => κατηγορητήριο, indictive => ενδεικτικός, indiction => ίνδικτος, indicting => κατηγορούσες, indicter => κατήγορος,