Greek Meaning of huntsman
κυνηγός
Other Greek words related to κυνηγός
Nearest Words of huntsman
- huntress => Κυνηγός
- huntington's disease => νόσος του Huntington
- huntington's chorea => χορεία του Χάντινγκτον
- huntington => Χαντινγκτον
- huntingdon willow => Ιτιά του Χάντινγκτον
- hunting watch => ρολόι για το κυνήγι
- hunting spider => Αράχνη κυνηγός
- hunting season => εποχή κυνηγιού
- hunting permit => Άδεια θήρας
- hunting lodge => Κυνηγετικό περίπτερο
Definitions and Meaning of huntsman in English
huntsman (n)
someone who hunts game
huntsman (n.)
One who hunts, or who practices hunting.
The person whose office it is to manage the chase or to look after the hounds.
FAQs About the word huntsman
κυνηγός
someone who hunts gameOne who hunts, or who practices hunting., The person whose office it is to manage the chase or to look after the hounds.
κυνηγός,Τοξότης,γερακάρης,γεράκι,Πυροβολητής,πλανόδιος πωλητής,Κυνηγός,Νιμρόδ,αθλητής,Αθλήτρια
μη κυνηγός
huntress => Κυνηγός, huntington's disease => νόσος του Huntington, huntington's chorea => χορεία του Χάντινγκτον, huntington => Χαντινγκτον, huntingdon willow => Ιτιά του Χάντινγκτον,