Greek Meaning of huntingdon willow
Ιτιά του Χάντινγκτον
Other Greek words related to Ιτιά του Χάντινγκτον
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of huntingdon willow
- hunting watch => ρολόι για το κυνήγι
- hunting spider => Αράχνη κυνηγός
- hunting season => εποχή κυνηγιού
- hunting permit => Άδεια θήρας
- hunting lodge => Κυνηγετικό περίπτερο
- hunting license => Άδεια θήρας
- hunting licence => Άδεια κυνηγιού
- hunting knife => μαχαίρι κυνηγιού
- hunting guide => Οδηγός κυνηγιού
- hunting ground => Κυνηγότοπος
- huntington => Χαντινγκτον
- huntington's chorea => χορεία του Χάντινγκτον
- huntington's disease => νόσος του Huntington
- huntress => Κυνηγός
- huntsman => κυνηγός
- huntsman's cup => Κύπελλο του κυνηγού
- huntsman's cups => Κούπες κυνηγού
- huntsman's horn => Κέρατο κυνηγού
- huntsman's horns => κέρατα κυνηγιού
- huntsmanship => κυνήγι
Definitions and Meaning of huntingdon willow in English
huntingdon willow (n)
large willow tree of Eurasia and North Africa having greyish canescent leaves and grey bark
FAQs About the word huntingdon willow
Ιτιά του Χάντινγκτον
large willow tree of Eurasia and North Africa having greyish canescent leaves and grey bark
No synonyms found.
No antonyms found.
hunting watch => ρολόι για το κυνήγι, hunting spider => Αράχνη κυνηγός, hunting season => εποχή κυνηγιού, hunting permit => Άδεια θήρας, hunting lodge => Κυνηγετικό περίπτερο,