Greek Meaning of hunting licence
Άδεια κυνηγιού
Other Greek words related to Άδεια κυνηγιού
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of hunting licence
- hunting knife => μαχαίρι κυνηγιού
- hunting guide => Οδηγός κυνηγιού
- hunting ground => Κυνηγότοπος
- hunting expedition => Εκστρατεία κυνηγιού
- hunting dog => Λαγωνικό
- hunting crop => Ματσούκι κυνηγίου
- hunting and gathering tribe => Φυλή κυνηγών-τροφοσυλλεκτών
- hunting and gathering society => Κοινωνία κυνηγών-τροφοσυλλεκτών
- hunting => κυνήγι
- hunter's sauce => Σάλτσα της κυνηγού
- hunting license => Άδεια θήρας
- hunting lodge => Κυνηγετικό περίπτερο
- hunting permit => Άδεια θήρας
- hunting season => εποχή κυνηγιού
- hunting spider => Αράχνη κυνηγός
- hunting watch => ρολόι για το κυνήγι
- huntingdon willow => Ιτιά του Χάντινγκτον
- huntington => Χαντινγκτον
- huntington's chorea => χορεία του Χάντινγκτον
- huntington's disease => νόσος του Huntington
Definitions and Meaning of hunting licence in English
hunting licence (n)
a license authorizing the bearer to kill a certain type of animal during a specified period of time
FAQs About the word hunting licence
Άδεια κυνηγιού
a license authorizing the bearer to kill a certain type of animal during a specified period of time
No synonyms found.
No antonyms found.
hunting knife => μαχαίρι κυνηγιού, hunting guide => Οδηγός κυνηγιού, hunting ground => Κυνηγότοπος, hunting expedition => Εκστρατεία κυνηγιού, hunting dog => Λαγωνικό,