FAQs About the word fowler

γεράκι

English lexicographer who wrote a well-known book on English usage (1858-1933), someone who hunts wild birds for foodA sportsman who pursues wild fowl, or takes

Τοξότης,Παρατηρητής πουλιών,γερακάρης,πλανόδιος πωλητής,παγιδευτής,Πυροβολητής,κυνηγός,Κυνηγός,αθλητής,κυνηγός-τροφοσυλλέκτης

μη κυνηγός

fowled => χάλια, fowl run => κοτέτσι, fowl pest => γρίπη των πτηνών, fowl cholera => Χολέρα πτηνοτροφίας, fowl => πουλερικά,