Greek Meaning of harborless

άστεγος

Other Greek words related to άστεγος

Definitions and Meaning of harborless in English

Webster

harborless (a.)

Without a harbor; shelterless.

FAQs About the word harborless

άστεγος

Without a harbor; shelterless.

αγκυροβόλιο,λιμάνι,κόλπος,όρμος,αποβάθρα,λιμάνι,λιμνοθάλασσα,Μαρίνα,δρόμοι,χέρι

πτώση,αρνούμαι,αδιαφορία,σταγόνα,ξεχάσω,αμέλεια,παραβλέπω,αρνούμαι,απορρίπτω,εγκαταλείπω

harboring => που κρύβει, harborer => προστάτης, harbored => φιλοξενούν, harborage => Καταφύγιο, harbor seal => Φώκια λιμάνι,