FAQs About the word habilitation

απόκτηση άδειας

Equipment; qualification.

εξαγοράζω,αποκαθιστώ,βελτιώνω,διεκδικώ,Μεταρρύθμιση,αναγεννώ,τροποποιώ,καθαρίζω,καθαρίζω,επανεκπαιδεύω

ταπεινώνω,Ακολασία,υποβαθμίζω,ταπεινώνω,απογοήτευω,διαφθείρω,Χαμηλότερος,βέβηλος,ανατρέπω,παραμόρφωση

habilitate => εξουσιοδοτώ, habilimented => ενδεδυμένος, habiliment => ρουχισμός, habile => επιδέξιος, habilatory => κατοικήσιμη,