Greek Meaning of habilitation
απόκτηση άδειας
Other Greek words related to απόκτηση άδειας
Nearest Words of habilitation
Definitions and Meaning of habilitation in English
habilitation (n.)
Equipment; qualification.
FAQs About the word habilitation
απόκτηση άδειας
Equipment; qualification.
εξαγοράζω,αποκαθιστώ,βελτιώνω,διεκδικώ,Μεταρρύθμιση,αναγεννώ,τροποποιώ,καθαρίζω,καθαρίζω,επανεκπαιδεύω
ταπεινώνω,Ακολασία,υποβαθμίζω,ταπεινώνω,απογοήτευω,διαφθείρω,Χαμηλότερος,βέβηλος,ανατρέπω,παραμόρφωση
habilitate => εξουσιοδοτώ, habilimented => ενδεδυμένος, habiliment => ρουχισμός, habile => επιδέξιος, habilatory => κατοικήσιμη,