Greek Meaning of grimaced
γκριμάτσα
Other Greek words related to γκριμάτσα
Nearest Words of grimaced
Definitions and Meaning of grimaced in English
grimaced (a.)
Distorted; crabbed.
FAQs About the word grimaced
γκριμάτσα
Distorted; crabbed.
συνοφρυωμένος,glowered,συνοφρυώθηκε,χαμογέλασε με νόημα,χλεύασε,κοίταξε επίμονα,κοίταξε,γρύλισε,Έκανε μούτρα,έκανε μούτρα
χαμογέλασε,χαμογέλασε,ακτινοβόλος
grimace => Γκριμάτσα, grim reaper => Θάνατος, grim => ζοφερός, grilse => γκρίζας, grilly => ψητό,