FAQs About the word gri-gri

γκρι γκρι

tropical American feather palm having a swollen spiny trunk and edible nuts

φυλακτό,τζου τζου,φυλακτό,Μαζότ,μαγικό,Φίλτρο,Φυλακτήριον,βάτραχος πέτρα,διακριτικό,τοτέμ

Κατάρα,χουντού,γκαντεμιά,ξόρκι,Δεκαεξαδικός

grigri => γκρι-γκρι, grigori potyokin => Γκριγκόρι Ποτέμκιν, grigori potemkin => Γκριγκόρι Ποτέμκιν, grigori efimovich rasputin => Γκριγκόρι Γιεφίμοβιτς Ρασπούτιν, grigori aleksandrovich potemkin => Γκριγκόρι Αλεξάντροβιτς Ποτέμκιν,