Greek Meaning of gril
ψησταριά
Other Greek words related to ψησταριά
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of gril
- gri-gri => γκρι γκρι
- grigri => γκρι-γκρι
- grigori potyokin => Γκριγκόρι Ποτέμκιν
- grigori potemkin => Γκριγκόρι Ποτέμκιν
- grigori efimovich rasputin => Γκριγκόρι Γιεφίμοβιτς Ρασπούτιν
- grigori aleksandrovich potemkin => Γκριγκόρι Αλεξάντροβιτς Ποτέμκιν
- grig => Γκρι
- grifter => απατεώνας
- grifola frondosa => Γρίφολα η πολυσχιδής
- griffon vulture => γύπας
Definitions and Meaning of gril in English
gril (a.)
Harsh; hard; severe; stern; rough.
FAQs About the word gril
ψησταριά
Harsh; hard; severe; stern; rough.
No synonyms found.
No antonyms found.
gri-gri => γκρι γκρι, grigri => γκρι-γκρι, grigori potyokin => Γκριγκόρι Ποτέμκιν, grigori potemkin => Γκριγκόρι Ποτέμκιν, grigori efimovich rasputin => Γκριγκόρι Γιεφίμοβιτς Ρασπούτιν,