Greek Meaning of genetically
γενετικά
Other Greek words related to γενετικά
Nearest Words of genetically
- genetical => γενετικός
- genetic screening => Γενετικός έλεγχος
- genetic science => Γενετική επιστήμη
- genetic psychology => Γενετική ψυχολογία
- genetic profiling => γενετικό προφίλ
- genetic mutation => γονιδιακή μετάλλαξη
- genetic marker => Γενετικός δείκτης
- genetic map => Γενετικός χάρτης
- genetic fingerprinting => Γενετικό δακτυλικό αποτύπωμα
- genetic fingerprint => Γενετικό δακτυλικό αποτύπωμα
Definitions and Meaning of genetically in English
genetically (r)
by genetic mechanisms
genetically (adv.)
In a genetical manner.
FAQs About the word genetically
γενετικά
by genetic mechanismsIn a genetical manner.
συγγενής,κληρονομικός,κληρονομικός,Έμφυτος,εγγενής,Κληρονομικός,κληρονομημένη,ενδογαμικός,έμφυτος,Γηγενής
κεκτημένος,μη κληρονομικός
genetical => γενετικός, genetic screening => Γενετικός έλεγχος, genetic science => Γενετική επιστήμη, genetic psychology => Γενετική ψυχολογία, genetic profiling => γενετικό προφίλ,