FAQs About the word genetically

γενετικά

by genetic mechanismsIn a genetical manner.

συγγενής,κληρονομικός,κληρονομικός,Έμφυτος,εγγενής,Κληρονομικός,κληρονομημένη,ενδογαμικός,έμφυτος,Γηγενής

κεκτημένος,μη κληρονομικός

genetical => γενετικός, genetic screening => Γενετικός έλεγχος, genetic science => Γενετική επιστήμη, genetic psychology => Γενετική ψυχολογία, genetic profiling => γενετικό προφίλ,