Greek Meaning of free-climbed

ελεύθερη αναρρίχηση

Other Greek words related to ελεύθερη αναρρίχηση

Definitions and Meaning of free-climbed in English

free-climbed

to climb something (such as a rock face) without using aids for support

FAQs About the word free-climbed

ελεύθερη αναρρίχηση

to climb something (such as a rock face) without using aids for support

ανατέλλει,σηκώθηκε,τοποθετημένος,κλιμακωτό,υπερβάλαμε,γρατζουνισμένος,αναρριχήθηκε σε ένα δέντρο,γδαρμένος,αγωνιζόταν,κορυφή

No antonyms found.

free-climb => Ελεύθερη αναρρίχηση, freebies => Δωρεάν, freebees => δωρεάν, free wills => ελεύθερη βούληση, free riders => τζαμπατζήδες,