Greek Meaning of follies
follies
Other Greek words related to follies
Nearest Words of follies
Definitions and Meaning of follies in English
follies (n)
a revue with elaborate costuming
follies (pl.)
of Folly
FAQs About the word follies
Definition not available
a revue with elaborate costumingof Folly
παραλογισμοί,Τρέλες,Μαλακίες,λάθη,Μπουφονάδες,φαιδρότητες,ανοησίες,τρέλες,στραβοπατήματα,ανοησίες
διακριτικές ευχέρειες,διορατικότητες,σοφίες,καταιγισμός ιδεών,Πρόβλεψη,εμπνεύσεις,προνοητικότητα
folliculous => θυλακιώδης, folliculitis => Θυλακίτιδα, folliculated => θυλακιώδης, follicular => θυλακιώδης, follicle-stimulating hormone => ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη,