Greek Meaning of fluidness

ρευστότητα

Other Greek words related to ρευστότητα

Definitions and Meaning of fluidness in English

Wordnet

fluidness (n)

the property of flowing easily

a changeable quality

Webster

fluidness (n.)

The state of being flluid; fluidity.

FAQs About the word fluidness

ρευστότητα

the property of flowing easily, a changeable qualityThe state of being flluid; fluidity.

ρευστό,υγρό,άπταιστα,λεπτός,κυκλοφορικός,περιρρέον,αραιωμένο,Ημι-υγρό,ημιστερεός,Υδαρής

πηγμένος,Ζελατινώδης,σκληρός,Μη υγρό,στερεός,παχύς,πηγμένος,ζελατινώδης,κολλώδης,κολλώδες

fluidizing => ρευστοποίηση, fluidized => ρευστοποιημένο, fluidize => Ρευστοποίηση, fluidity => ρευστότητα, fluidal => ρευστός,