Greek Meaning of circumfluous

περιρρέον

Other Greek words related to περιρρέον

Definitions and Meaning of circumfluous in English

Webster

circumfluous (a.)

Flowing round; surrounding in the manner of a fluid.

FAQs About the word circumfluous

περιρρέον

Flowing round; surrounding in the manner of a fluid.

κυκλοφορικός,υγρό,ρευστό,άπταιστα,Ρευστό,λεπτός,αραιωμένο,Υδαρής,Αδύναμος

σκληρός,Μη υγρό,στερεός,παχύς,πηγμένος,πηγμένος,Ζελατινώδης,ζελατινώδης,κολλώδης,κολλώδες

circumfluent => κυκλοφορικός, circumfluence => περίπλουν, circumflexion => περισπωμένη, circumflexing => περιφερειακός, circumflexed => περισπωμένος,