FAQs About the word circumflexion

περισπωμένη

The act of bending, or causing to assume a curved form., A winding about; a turning; a circuity; a fold.

No synonyms found.

No antonyms found.

circumflexing => περιφερειακός, circumflexed => περισπωμένος, circumflex vein => φλέβα περιφερειακή, circumflex scapular artery => Περιφερειακή ωμοπλατιαία αρτηρία, circumflex iliac vein => Κινούμενη καμπύλη λαγόνια φλέβα,