Greek Meaning of flavored

αρωματισμένος

Other Greek words related to αρωματισμένος

Definitions and Meaning of flavored in English

Webster

flavored (imp. & p. p.)

of Flavor

Webster

flavored (a.)

Having a distinct flavor; as, high-flavored wine.

FAQs About the word flavored

αρωματισμένος

of Flavor, Having a distinct flavor; as, high-flavored wine.

ορεκτικός,νόστιμος,νόστιμος,νόστιμο,νόστιμος,νόστιμο,αλμυρός,Γεύση,νόστιμο,απεχθής

Ανιαρός,νεκρός,Αραίωση,επίπεδος,Άγευστος,άνοστος,άνοστος,λεπτός,δυσάρεστος,Υδαρής

flavor => Γεύση, flavonoid => Φλαβονοειδή, flavone => Φλαβόλη, flavol => Φλαβίολη, flavivirus => Φλαβαϊός ιός,