FAQs About the word feeling (out)

συναίσθημα (έξω)

to talk to or question (someone) in an indirect way in order to find out if something one wants to do or get will be possible

έλεγχος (out),εξετάζω,εξερεύνηση,ερευνώντας,ερευνητική,δειγματοληψία,σπουδάζει,δοκιμές

αναφορά

feel-good => Καλό αίσθημα, feelers => Κεραίες, feel up => νιώθω καλύτερα, feel (out) => Ψηλαφίζω, feel (for) => αισθάνεσαι (για),