Greek Meaning of federal republic of nigeria
Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Νιγηρίας
Other Greek words related to Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Νιγηρίας
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of federal republic of nigeria
- federal republic of germany => Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας
- federal protective service => Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας
- federal party => Ομοσπονδιακό κόμμα
- federal official => Ομοσπονδιακός υπάλληλος
- federal office => Ομοσπονδιακό γραφείο
- federal national mortgage association => Ομοσπονδιακή Εθνική Ένωση Στεγαστικών Δανείων
- federal law enforcement training center => Κέντρο Εκπαίδευσης Ομοσπονδιακής Επιβολής του Νόμου
- federal judiciary => ομοσπονδιακός δικαστικός κλάδος
- federal job safety law => Ομοσπονδιακός νόμος για την ασφάλεια της εργασίας
- federal islamic republic of the comoros => Ομοσπονδιακή Ισλαμική Δημοκρατία των Κομορών
- federal republic of yugoslavia => Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας
- federal reserve => Ομοσπονδιακή Τράπεζα
- federal reserve bank => Ομοσπονδιακή τράπεζα αποθεματικών
- federal reserve board => Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Συμβούλιο
- federal reserve note => ομοσπονδιακή τραπεζική σημείωση
- federal reserve system => Ομοσπονδιακό Σύστημα Αποθεματικών
- federal savings bank => Ομοσπονδιακή Τράπεζα Ταμιευτηρίου
- federal security bureau => Ομοσπονδιακό γραφείο ασφαλείας
- federal security service => Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας
- federal soldier => Ομοσπονδιακός στρατιώτης
Definitions and Meaning of federal republic of nigeria in English
federal republic of nigeria (n)
a republic in West Africa on the Gulf of Guinea; gained independence from Britain in 1960; most populous African country
FAQs About the word federal republic of nigeria
Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Νιγηρίας
a republic in West Africa on the Gulf of Guinea; gained independence from Britain in 1960; most populous African country
No synonyms found.
No antonyms found.
federal republic of germany => Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, federal protective service => Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας, federal party => Ομοσπονδιακό κόμμα, federal official => Ομοσπονδιακός υπάλληλος, federal office => Ομοσπονδιακό γραφείο,