FAQs About the word fatuities

Definition not available

the condition of being affected with intellectual disability or dementia, stupidity sense 1, stupidity, foolishness, something foolish or stupid

παραλογισμοί,Τρέλες,Μαλακίες,Μπουφονάδες,φαιδρότητες,ανοησίες,τρέλες,λάθη,στραβοπατήματα,ανοησίες

διακριτικές ευχέρειες,διορατικότητες,σοφίες,καταιγισμός ιδεών,Πρόβλεψη,εμπνεύσεις,προνοητικότητα

fating => μοιραίος, fathers => πατέρες, fatherlands => πατρίδες, fathering (on) => πατρότητα (πάνω), fathered (on) => πατέρας (σε),