Greek Meaning of fatigues
στολές
Other Greek words related to στολές
Nearest Words of fatigues
Definitions and Meaning of fatigues in English
fatigues (n)
military uniform worn by military personnel when doing menial labor
FAQs About the word fatigues
στολές
military uniform worn by military personnel when doing menial labor
προσπάθειες,προσπάθειες,πόνοι,πόνοι,ιδρώτας,Κόποι,γαϊδουροδουλειά,δουλειές,δουλοπάροικοι,αλέθει
ανακουφίζει,διασκέδαση,παίζει,Χαλαρώσεις,Ξεκουράζεται,ξεκουράζεται,Αθλήματα,διασκεδάσεις,αποσυμπιέσεις,αποκλίσεις
fatigued => Κουρασμένος, fatigue party => ομάδα κόπωσης, fatigue fracture => Κάταγμα κόπωσης, fatigue duty => Υπηρεσία κόπωσης, fatigue crack => ρωγμή κόπωσης,