Greek Meaning of fallback

προκατάληψη

Other Greek words related to προκατάληψη

Definitions and Meaning of fallback in English

Wordnet

fallback (n)

to break off a military action with an enemy

FAQs About the word fallback

προκατάληψη

to break off a military action with an enemy

υποχωρεί,τραβήξτε έξω,συνταξιοδοτούμαι,Υποχώρηση,αναληψη,να οπισθοχωρήσω,εκκενώνω,Τρέπω σε φυγή,μύγα,υποχωρώ

πρόοδος,Πρόσωπο,γενειάδα,γενναίος,Αντιμετωπίζω,τολμώ,αψηφώ,θρασύς,νικώ τη γενναιότητα

fallax => παραπλανητικός, fallals => φρου-φρου, fallal => φάλλαλ, fallacy => παραλογισμός, fallaciousness => παραλογισμός,