FAQs About the word bow out

αποσύρονται

remove oneself from an obligation, retire gracefully

πτώση,χάσει,διστάζω,διαγράφω,μέτρημα,ρίχνω,κατάρρευση,ρωγμή,αποτυχία,διπλώνω

επικρατεί,θρίαμβος,κερδίζω,κατακτώ,ακμάζω,επιτυχία,ευημερώ,ευημερείν

bow oar => Πρωραίο κουπί, bow net => Δίχτυ τόξου, bow legs => Γόνατα σε σχήμα τόξου, bow leg => Καμπύλα πόδια, bow hand => χέρι του δοξαριού,