Greek Meaning of excommunications

αφορισμοί

Other Greek words related to αφορισμοί

Definitions and Meaning of excommunications in English

excommunications

exclusion from fellowship in a group or community, an ecclesiastical censure depriving a person of the rights of church membership

FAQs About the word excommunications

αφορισμοί

exclusion from fellowship in a group or community, an ecclesiastical censure depriving a person of the rights of church membership

αναθεματισμοί,λογοκρίνει,καταδίκες,καταδίκες,Καταγγελίες,κατάρες,απαγορεύσεις,κατάρα,κατάρες,κατάρες

ευλογίες,ευλογίες,παραθέσεις,ευλογίες,επαίνους,εγκρίσεις,εγκρίσεις

exclusive of => χωρίς, excludes => Αποκλείει, excises => ειδικοί φόροι κατανάλωσης, exchanging (for) => με αντάλλαγμα, exchanges => ανταλλαγών,