FAQs About the word enforceable

εκτελεστό

capable of being enforcedCapable of being enforced.

εφαρμόζω,διοικώ,εφαρμόζω,ψηφίζω,εκτέλεση,εκπληρώνω,εκπληρώνω,Επιφέρω,αναφορά,αποτέλεσμα

αδιαφορία,αμέλεια

enforce => επιβάλλω, enfoldment => δίπλωμα, enfolding => περιπτυσσόμενος, enfold => περιπλέκει, enflurane => Ενφλουράνη,